ναυάρχης

English (LSJ)

ναυάρχου, ὁ, = ναύαρχος, Lyd.Mag. 1.27.

Greek (Liddell-Scott)

ναυάρχης: -ου, ὁ, = ναύαρχος, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 1. 27.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ναυάρχης)
ναύαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -άρχης (< ἄρχω)].