νεασμός

English (LSJ)

ὁ, = νέασις, Gp. 2.23.6, 3.3.10.

German (Pape)

[Seite 235] ὁ, = νέασις, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

νεασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Γεωπ. 2. 23, 6.

Greek Monolingual

νεασμός, ὁ (Μ)
η νέαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῶ (Ι) «καλλιεργώ νέο αγρό» + κατάλ. -σμός].