νέαση

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source

Greek Monolingual

η (Α νέασις και νέανσις) [νεώ (Ι)]
η ανανέωση, η καλλιέργεια νέας, δηλ. χέρσας γης που ανασκάφηκε, που οργώθηκε ήδη με άροτρο ή με δικέλλα, κν. νιάσιμο.