νέασις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, (νεάω) breaking-up of fallow land, ν. θερινή Thphr. CP 3.20.7 (νέανσις codd.).
German (Pape)
[Seite 235] ἡ, das Erneuen, Umpflügen des Brachlandes, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
νέᾰσις: ἡ, (νεάω) ἡ καλλιέργεια νέας (δηλ. χέρσου γῆς ἤδη ἐξημερωθείσης δι’ ἀρότρου ἢ δικέλλης), Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 7 (ἴδε νέα).