νεκρολάτρης
Greek Monolingual
ο (Α νεολάτρης)
αυτός που τιμά με λατρεία τους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης, κοιλιολάτρης)].
ο (Α νεολάτρης)
αυτός που τιμά με λατρεία τους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης, κοιλιολάτρης)].