νεκροφόρος

English (LSJ)

νεκροφόρον, burying corpses, burying the dead, Plu.Cat.Ma. 9, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 238] Todte zu Grabe tragend, bestattend; Pol. 35, 6, 2, Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui transporte un mort ou des morts pour la sépulture.
Étymologie: νεκρός, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

νεκροφόρος: выносящий мертвецов для погребения, хоронящий покойников Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροφόρος: -ον, ὁ, ἐκφέρων, θάπτων τοὺς νεκρούς, Λατ. vespillo, Πολύβ. 35. 6, 2, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 9.

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ νεκροφόρος, -ον)
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η νεκροφόρα
ειδικά διαρρυθμισμένο αυτοκίνητο ή άμαξα για μεταφορά νεκρών
2. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων που εναποθέτουν τα αβγά τους σε πτώματα μικρών ζώων, τα οποία και, μερικές φορές, θάβουν
μσν.-αρχ.
αυτός που μεταφέρει τους νεκρούς στον τάφο και τους θάβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -φόρος].

Greek Monotonic

νεκροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που θάβει τους νεκρούς, σε Πολύβ.

Middle Liddell

νεκρο-φόρος, ον φέρω
burying the dead, Polyb.