νεκταρίτης

English (LSJ)

[ῑ] οἶνος, ὁ, wine flavoured with νεκτάριον, Dsc.5.56, Plin.HN14.108.

Greek (Liddell-Scott)

νεκτᾰρίτης: οἶνος [ῑ], ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος μὲ νεκτάριον, Διοσκ. 5. 66.

Greek Monolingual

νεκταρίτης, ὁ (Α)
φρ. «νεκταρίτης οἶνος» — οίνος αρωματισμένος με νεκτάριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ + κατάλ. ίτης, δηλωτική ονομασιών ποτών (πρβλ. μηλίτης)].

German (Pape)

[ῑ], οἶνος, ὁ, mit νεκτάριον abgezogener Wein, Diosc.