νεκυοφάγος
Greek (Liddell-Scott)
νεκυοφάγος: -ον, = νεκροφάγος, Ἐπιφαν. τ. 1, σ. 1091C.
Greek Monolingual
νεκυοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει πτώματα, πτωματοφάγος, νεκροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. σαρκοφάγος.