νεοκλασικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεοκλασικισμό ή αυτός που έχει δημιουργηθεί σύμφωνα με τις αρχές του νεοκλασικισμού («νεοκλασική αρχιτεκτονική»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neoclassic (< νεο- + κλασικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία].