νεολογισμός

Greek Monolingual

ο
1. λέξη που πλάστηκε πρόσφατα
2. λέξη που χρησιμοποιείται με διαφορετικό από τον συνηθισμένο τρόπο («οι ποιητές χρησιμοποιούν πολλούς νεολογισμούς»)
3. ιατρ. καινούργια λέξη, ασυνήθιστη και παράδοξη, που σχηματίζεται από ψυχοπαθείς με την παραμόρφωση φωνηέντων, με υποκαταστάσεις κ.ά. τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neologism (< νέος + λόγος + -ισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].