νεοπευθής

English (LSJ)

νεοπευθές, late-learnt, prob. for νεοπαθῆ, Hsch., for νεοπεφθῆ, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

νεοπευθής: -ές, ὁ νεωστὶ ἀκουσθείς, κατὰ τὸν Alberti ἀντὶ νεοπαθῆ παρ’ Ἡσυχ., ἀντὶ νεοπεφθῆ παρὰ Φωτ.

Greek Monolingual

νεοπευθής, -ές (Α)
αυτός που έγινε γνωστός πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. πολυπευθής].