νεοπραγέω

English (LSJ)

= καινοτομέω, Hdn.Epim.63.

German (Pape)

[Seite 243] Neuerungen machen, Hdn. epimer. 63.

Greek (Liddell-Scott)

νεοπρᾱγέω: καινοτομέω, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 63.

Translations

innovate

Catalan: innovar; Chinese Mandarin: 創新/创新; Czech: inovovat; Danish: forny; Dutch: vernieuwen; Finnish: innovoida, tehdä uutta, tehdä uudella tavalla, keksiä; French: innover; German: innovieren, erneuern, neuern; Greek: καινοτομώ; Ancient Greek: ἐπικαινοτομέω, καινίζω, καινοδοξέω, καινοποιέω, καινοτομέω, καινουργέω, νεοπραγέω, νεωτερίζω, προσκαινουργέω; Hungarian: újít; Icelandic: endurnýja; Italian: innovare; Norwegian: fornye; Portuguese: inovar; Slovak: inovovať; Spanish: innovar; Swedish: förnya