νεοταφής

English (LSJ)

νεοταφές, of a newly-built tomb, Sch.Lyc.1097 (ed. Bachm.).

Greek Monolingual

νεοταφής, -ές (Α)
αυτός που ενταφιάστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ταφής (< θάπτω), πρβλ. κοινοταφής].