κοινοταφής
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
English (LSJ)
κοινοταφές, in which all must be buried, Λύσιλλαν κατέχει κ. θάλαμος Ath.Mitt.10.405 (iv B.C.).
Greek Monolingual
κοινοταφής, -ές (Α)
επιγρ. (για θάλαμο) αυτός που χρησιμεύει ως κοινός τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -ταφής (< τάφος), πρβλ. νεοταφής].