νεοτευχής

English (LSJ)

νεοτευχές, = νεότευκτος (newly wrought), δίφροι Il. 5.194 ; μοῦσα Tim. Pers. 216 ; κισσύβιον Theoc. 1.28.

German (Pape)

[Seite 245] ές, = Vorigem; δίφροι, Il. 5, 194; sp. D., wie Theocr. 1, 28; οἰκία, Crinag. ep. (IX, 560).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νεότευκτος.

Russian (Dvoretsky)

νεοτευχής: недавно построенный, т. е. новый (δίφροι Hom.; κισσύβιον Theocr.; οἰκία Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοτευχής: -ές, = τῷ προηγ., δίφροι Ἰλ. Ε. 194, πρβλ. Θεόκρ 1. 28.

English (Autenrieth)

ές (τεύχω): newly made, Il. 5.194†.

Greek Monolingual

νεοτευχής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) νεότευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τευχής (< τεῦχος), πρβλ. χαλκεοτευχής].

Greek Monotonic

νεοτευχής: -ές (τεύχω), όπως το νεότευκτος, πρόσφατα κατασκευασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

νεο-τευχής, ές τεύχω
newly made, Il.