νεοφώτιστος

German (Pape)

[Seite 246] neu erleuchtet, = νεόφυτος 2), K. S.

Greek (Liddell-Scott)

νεοφώτιστος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ βαπτισθείς, Συλλ. Ἐπιγραφ. 9810, Μεθόδ. 148C, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ, 429Β, Χρυσ. ΧΙΙ, 763D, κλ.

Greek Monolingual

και νιοφώτιστος, -η, -ο (ΑΜ νεοφώτιστος, -ον)
αυτός που φωτίστηκε πρόσφατα με τη διαδικασία του βαπτίσματος
νεοελλ.
αυτός που ασπάστηκε μια ιδεολογία πρόσφατα («νεοφώτιστος σοσιαλιστής»).