νεοφώτιστος
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
νεοφώτιστος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ βαπτισθείς, Συλλ. Ἐπιγραφ. 9810, Μεθόδ. 148C, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ, 429Β, Χρυσ. ΧΙΙ, 763D, κλ.
Greek Monolingual
και νιοφώτιστος, -η, -ο (ΑΜ νεοφώτιστος, -ον)
αυτός που φωτίστηκε πρόσφατα με τη διαδικασία του βαπτίσματος
νεοελλ.
αυτός που ασπάστηκε μια ιδεολογία πρόσφατα («νεοφώτιστος σοσιαλιστής»).