σοσιαλιστής

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. σοσιαλίστρια, Ν
οπαδός του σοσιαλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. socialiste < socialisme (πρβλ. σοσιαλισμός) + κατάλ. -iste (βλ. -ιστής). Η λ., στον λόγιο τ. αιτ. πληθ. σοσιαλιστάς, μαρτυρείται από το 1852 στην Εφημερίδα του λαού].