ιδεολογία

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

η
1. φιλοσοφικό σύστημα που επιτρέπει τη χρησιμοποίηση τών γνώσεων του ανθρώπου για την επέμβαση στις κοινωνικές σχέσεις, για τον έλεγχο τών ομαδικών και ατομικών δραστηριοτήτων, για τη μετατροπή τών σχέσεων της παραγωγής, για την κατεύθυνση του πολιτισμού
2. οι πολιτικές ή κοινωνικές πεποιθήσεις υπό τη θεωρητική ή πρακτική σημασία τους («η ιδεολογία τών σοσιαλιστών»)
3. ορισμένη ηθική ή κοινωνική ή πολιτική αρχή στην οποία προσηλώνεται κάποιος χωρίς ιδιοτέλεια ή φιλαυτία
4. συνεκδ. οι ανιδιοτελείς σκοποί
5. θεωρία που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, φαντασιοσκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ideologie < ideo- (πρβλ. ιδέα) + -logie (πρβλ. -λογια < -λογος < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμ. Κοραή].