νεοχάρακτος
English (LSJ)
[χᾰ], ον, newly imprinted, ἴχνος S.Aj.6.
German (Pape)
[Seite 246] neu, eben erst eingegraben, eingeprägt, eingedrückt, ἴχνος, Soph. Ai. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement empreint.
Étymologie: νέος, χαράσσω.
Russian (Dvoretsky)
νεοχάρακτος: (χᾰ) недавно напечатленный, т. е. свежий (ἴχνη Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
νεοχάρακτος: -ον, ὁ νεωστὶ χαραχθείς, ἴχνος Σοφ. Αἴ. 6.
Greek Monolingual
νεοχάρακτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που μόλις χαράχθηκε («μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου νεοχάραχθ'», Σοφ.).
Greek Monotonic
νεοχάρακτος: -ον (χαράσσω), αυτός που έχει χαρακτεί πρόσφατα, σε Σοφ.