νευστέον
English (LSJ)
(νέωA) one must swim, Pl.R. 453d.
German (Pape)
man muß schwimmen.
Russian (Dvoretsky)
νευστέον: adj. verb. к νέω II.
Greek (Liddell-Scott)
νευστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ῥημ. νέω, νήχομαι, δεῖ νεῖν, Πλάτ. Πολ. 453D.
Greek Monotonic
νευστέον: ρημ. επίθ. του νέω Β, αυτό που πρέπει να κολυμπήσει, σε Πλάτ.