η (Α νεφελίς)νεοελλ.ζωολ. γένος δακτυλιοσκωλήκωναρχ.νεφέλιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + επίθημα -ίς. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. στη ζωολ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. nephelis].