νεφελώνομαι

Greek Monolingual

(Μ νεφελοῦμαι, -όομαι) νεφέλη
1. (ιδίως για ουρανό και ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω
2. γίνομαι θολός.