νεφοδρομώ

Greek Monolingual

νεφοδρομῶ, -έω (Μ)
τρέχω διά μέσου τών νεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -δρομῶ (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. πελαγοδρομώ].