πελαγοδρομώ

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source

Greek Monolingual

πελαγοδρομῶ, -έω, ΝΑ πελαγοδρόμος
πλέω στο πέλαγος, διαπλέω ανοιχτή θάλασσα, θαλασσοπορώ, ποντοπορώ
νεοελλ.
μτφ. χάνω τον ειρμό τών σκέψεων και ενεργειών μου, παραπαίω, ξεφεύγω από το θέμα μου, κάνω απέραντες παρεκβάσεις, απεραντολογώ.