νεόγραφος

English (LSJ)

νεόγραφον, newly written, ἔρνεα AP4.1.55 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 241] neu, frisch gemalt, geschrieben, Mel. 1, 55 (IV, 1).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement peint ou écrit.
Étymologie: νέος, γράφω.

Russian (Dvoretsky)

νεόγρᾰφος: недавно нарисованный или написанный (ἄνθεα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόγρᾰφος: -ον, ὁ νεωστὶ ζωγραφηθεὶς ἢ γραφείς, Ἀνθ. Π. 4. 1. 55.

Greek Monolingual

νεόγραφος, -ον (Α)
αυτός που έχει γραφεί ή ζωγραφιστεί πρόσφατα.

Greek Monotonic

νεόγρᾰφος: -ον (γράφω), αυτός που σχεδιάστηκε, ζωγραφίστηκε ή γράφτηκε πρόσφατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεό-γρᾰφος, ον γράφω
newly painted or written, Anth.