νεόκλωστος

English (LSJ)

νεόκλωστον, fresh-spun, τελαμών Theoc.24.44; χιτών Nonn. D. 48.691.

German (Pape)

[Seite 242] neuerdings, jüngst erst gesponnen, Theocr. 24, 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement filé ou tissu.
Étymologie: νέος, κλώθω.

Russian (Dvoretsky)

νεόκλωστος: недавно спряденный или связанный (τελαμών Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόκλωστος: -ον, ὁ νεωστὶ κλωσθείς, Θεόκρ. 24. 44.

Greek Monolingual

νεόκλωστος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κλώστηκε πρόσφατα («ἤτοι ὅ γ' ὠριννᾱτο νεοκλώστου τελαμῶνος», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κλωστος (< κλώθω)].

Greek Monotonic

νεόκλωστος: -ον, αυτός που πρόσφατα κλώστηκε, που γνέθηκε πριν λίγο, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

νεό-κλωστος, ον
fresh spun, Theocr.