νεύρινος
English (LSJ)
η, ον,
A made of sinew, χορδή Arist.GA787b17; λύρα ν. τρίχορδος D.S.1.16; κράνη ν. Str.3.3.6.
II made or consisting of fibres, Pl.Plt. 279e.
German (Pape)
[Seite 247] aus Sehnen gemacht; Arist. gen. an. 5, 7; βρόχοι, Luc. Ocyp. 3; – od. aus Pflanzenfasern, τὰ μὲν νεύρινα περικαλύμματα φυτῶν ἐκ γῆς, Plat. Polit. 279 e.
Russian (Dvoretsky)
νεύρῐνος:
1 волокнистый (περικαλύμματα φυτῶν Plat.);
2 сухожильный (χορδή Arst.);
3 сделанный из сухожилий (βρόχοι Luc.; κεκρύφαλος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νεύρῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ νεύρων πεποιημένος, ἀποτελούμενος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 17. ΙΙ. ὁ πεποιημένος ἢ ἀποτελούμενος ἐξ ἰνῶν, Πλάτ. Πολιτικ. 279Ε, Στράβ. 154.
Greek Monolingual
νεύρινος, -ίνη, -ον (Α) νεύρον
1. αυτός που αποτελείται ή κατασκευάζεται από νεύρο («λύραν νευρίνην τρίχορδον», Διόδ.)
2. αυτός που αποτελείται ή έχει κατασκευαστεί από φυτικές ίνες.