[Seite 248] ὁ, der Schwimmer, Schiffer.
νευστής, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) κολυμβητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ- του νέω (Ι) «κολυμπώ» (πρβλ. αόρ. ἔ-νευ-σα) + επίθημα -της].