νεώτατος
English (LSJ)
η, ον, Sup. of νέος.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
Sp. de νέος.
Greek (Liddell-Scott)
νεώτατος: -η, -ον, ὑπερθετ. τοῦ νέος, Ὅμ., κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ο (Α νεώτατος, -άτη, -ον)
υπερθ. του νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + κατάλ. υπερθ. -ώτατος].
Greek Monotonic
νεώτατος: -η, -ον,
1. υπερθ. του νέος, πάρα πολύ νέος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. πάρα πολύ πρόσφατος, σε Αριστ.
Middle Liddell
νεώτατος, η, ον [Sup. of νέος
1. youngest, Il.
2. most recent, Arist.