νηδεής, -ές (Α)πιθ. αυτός που δεν αισθάνεται δέος, άφοβος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. καταδεής, περιδεής].