περιδεής
English (LSJ)
περιδεές, (δέος) very timid or fearful, π. γενέσθαι Hdt.5.44, cf. And.4.40, Th.3.28, Isoc.2.23, Alciphr.2.4, etc.; τινι at a thing, Hdt. 7.15; τινος Pl.Ep.348b; π.μὴ… Th.3.80. Adv. περιδεῶς = in great fear, Id.6.83, etc.; πρός τινα π. σχεῖν Isoc.9.58.
German (Pape)
[Seite 572] ές, sehr furchtsam; Her. 5, 44. 7, 15; mit folgendem μή, Thuc. 3, 80; Andoc. 4, 40; περιδεεῖς ψυχαί, Isocr. 4, 151, vgl. 2, 23; und adv., περιδεῶς ὑποπτεύειν, Thuc. 9, 83; Plat. Ep. VII, 348 b u. Folgde, wie Pol. 4, 78, 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 très craintif, timoré : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn ou de qch;
2 terrible.
Étymologie: περί, δέος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιδεής -ές [περί, δέος] heel bang; ook met dat..; περιδεὴς γενόμενος τῇ ὄψι heel bang geworden door het droomgezicht Hdt. 7.15.1; adv. περιδεῶς in grote angst:. πρὸς δὲ τοῦτον... περιδεῶς ἔσχεν voor hem had hij grote angst Isocr. 9.58.
Russian (Dvoretsky)
περιδεής: крайне боязливый, робкий (ψυχαί Isocr.): π. γενόμενος τῇ ὄψι Her. придя в ужас от видения.
Greek (Liddell-Scott)
περιδεής: -ές, (δέος) σφόδρα πεφοβημένος, πλήρης φόβου, π. γενέσθαι Ἡρόδ. 5. 44· τινι ὁ αὐτ. 7. 15· τινος Θουκ. 3. 38, Πλάτ. Ἐπιστ. 348Β· π. μή.., Θουκ. 3. 80, Ἀνδοκ. 34. 22. - Ἐπίρρ. -ῶς, ἐν μεγάλῳ φόβῳ, Θουκ. 6. 83, κτλ.· π. ἔχειν πρός τινα Ἰσοκρ. 200Ε. ΙΙ. ὁ ἐμποιῶν μέγαν φόβον, λίαν φοβερός, ὁ αὐτ. 19C, Ἀλκίφρων 2. 4.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που είναι γεμάτος φόβο, έντρομος, περίτρομος
αρχ.
αυτός που προξενεί μεγάλο φόβο, φοβερός, τρομερός.
επίρρ...
περιδεώς / περιδεῶς, ΝΑ
με μεγάλο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. ενδεής].
Greek Monotonic
περιδεής: -ές (δέος), πολύ δειλός ή φοβιτσιάρης, σε Ηρόδ.· τινος, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε πρόσωπο ή πράγμα, σε Θουκ.· περιδεὴς μή..., στον ίδ.· επίρρ. -ῶς, σε μεγάλο φόβο, στο ίδ.
Middle Liddell
περι-δεής, ές δέος
very timid or fearful, Hdt.; τινος of or for a person or thing, Thuc.; π. μὴ…, Thuc.:— adv. -ῶς, in great fear, Thuc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=γεμάτος φόβο). Ἀπό τό περί (πρόθεση) + δέος (=φόβος) τοῦ δείδω (=φοβᾶμαι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
pavidus, frightened, 3.28.2, 3.80.1, 6.49.2, 6.51.2,
pavor, terror, dread, 6.59.1, 8.1.4.