νηλιφής

Greek (Liddell-Scott)

νηλιφής: -ές, = ἀνηλιφής, ἀνήλειπτος, ὁ μὴ ἀληλιμένος, μεταγεν.

Greek Monolingual

νηλιφής, -ές (Α)
αυτός που δεν έχει αλειφθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -αλιφής (< αλιφ- μηδενισμένη βαθμίδα του ἀλείφω), πρβλ. μιλτηλιφής].

German (Pape)

ές (νη–, ἀλείφω), = ἀνηλιφής (?).