μιλτηλιφής

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιλτηλῐφής Medium diacritics: μιλτηλιφής Low diacritics: μιλτηλιφής Capitals: ΜΙΛΤΗΛΙΦΗΣ
Transliteration A: miltēliphḗs Transliteration B: miltēliphēs Transliteration C: miltilifis Beta Code: milthlifh/s

English (LSJ)

μιλτηλιφές, (ἀλείφω) painted with μίλτος, painted red, of ships, Hdt.3.58; Com. of Athenians caught by the ruddled rope (cf. μιλτόω), Pl.Com.6 D.

German (Pape)

[Seite 186] ές, mit Röthel oder Mennig angestrichen, gefärbt, Schiffe, Her. 3, 58; über die f. L. μιλτηλοιφής s. Lob. zu Phryn. 572.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint (propr. oint) de vermillon.
Étymologie: μίλτος, ἀλείφω.

Russian (Dvoretsky)

μιλτηλῐφής: выкрашенный в красный цвет (αἱ νέες Her.).

Greek (Liddell-Scott)

μιλτηλῐφής: -ές, (ἀλείφω) ὁ ἀληλιμμένος διὰ μίλτου, κεχρωματισμένος μὲ χρῶμα ἐρυθρόν, ἐπὶ πλοίου, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν μιλτοπάρῃος, Ἡρόδ. 3. 58.

Greek Monolingual

μιλτηλιφής, -ές (Α)
1. βαμμένος με μίλτο («τὸ δὲ παλαιὸν ἅπασαι αἱ νέες ἦσαν μιλτηλιφέες», Ηρόδ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μιλτηλιφεῖς
προσωνυμία τών Αθηναίων οι οποίοι με τεντωμένο σχοινί βαμμένο με μίλτο οδηγούνταν από την Αγορά προς την Πνύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + -ηλιφής (< αλιφ-, μηδενισμένη βαθμίδα του αλείφω), πρβλ. νε-ηλιφής. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

μιλτηλῐφής: -ές (ἀλ-ήλῐφα, παρακ. του ἀλείφω), αλειμμένος με την βαφική ουσία μίλτος, βαμμένος κόκκινος, λέγεται για πλοία, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

μιλτ-ηλῐφής, ές [ἀλήλῐφα, perf. of ἀλείφω
painted with μίλτος, painted red, of ships, Hdt.