νηπιοκτόνος

English (LSJ)

νηπιοκτόνον, slaying children, διάταγμα LXX Wi.11.7.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων νήπια, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΑ΄, 8).

Greek Monolingual

-ο (Α νηπιοκτόνος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που φονεύει νήπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο-κτόνος, παιδοκτόνος.

German (Pape)

kinder tötend, Sp.