νηπιοτροφώ

Greek Monolingual

νηπιοτροφῶ, -έω (Α)
ανατρέφω νήπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + -τροφῶ (< «τρόφος < τρέφω), πρβλ. κτηνοτροφώ, παιδοτροφώ].