νηρείτης
English (LSJ)
or νηρίτης [ῑ], ου, ὁ, name for several kinds of sea-snails, Arist.HA530a12, 535a19, 547b23, PA679b20.
German (Pape)
ὁ, = νηρίτης, Arist. H.A. 4.4 E. bei Bekker.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
νηρείτης: -ου, ὁ, ὄνομα διαφόρων εἰδῶν θαλασσίων κοχλιῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 31 καὶ 8. 33., 5. 15, 16, π. Ζ. Μορ. 4. 5, κτλ.: - τὸ πλεῖστον μετὰ διαφ. γραφ. νηρίτης· πρβλ. ἀναρίτης. Ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει νήριτος.