τό, = νηττάριον, Nicostr.Com. 6.
νήττιον, τὸ (Α) νήττα(υποκορ. του νῆττα) (αττ. τ.) το νησσάριον, η μικρή πάπια, το παπάκι.
τό, dim. zu νῆττα, Entchen, Nicostrat. Ath. II.65d, wo noch νήττιον mit falschem Akzente steht.