παπάκι

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source

Greek Monolingual

το παπί
1. μικρό παπί, ο νεοσσός της πάπιας
2. τύπος μικρού δίτροχου οχήματος.