παπάκι

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

το παπί
1. μικρό παπί, ο νεοσσός της πάπιας
2. τύπος μικρού δίτροχου οχήματος.