νομεγκλάτωρ

Greek Monolingual

νομεγκλάτωρ, -ορος, ὁ (Μ)
άτομο, συνήθ. δούλος, που κατέγραφε ονόματα προσώπων, ονοματολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nomenclator < λατ. nomen «όνομα» + -cla-tor (< calo, -are «καλώ»)].