ονοματολόγος

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

Greek Monolingual

ο, η (Α ὀνοματολόγος)
αυτός που ασχολείται με τη συλλογή και την ερμηνεία ονομάτων, λέξεων
νεοελλ.
1. επιστήμονας που ασχολείται με την ονοματολογία.
2. ονοματοθέτης
αρχ.
αυτός που αναγγέλλει τα ονόματα τών προσκεκλημένων σε μια εκδήλωση, ονομακλήτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -λόγος].