ονοματολόγος
From LSJ
ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)
Greek Monolingual
ο, η (Α ὀνοματολόγος)
αυτός που ασχολείται με τη συλλογή και την ερμηνεία ονομάτων, λέξεων
νεοελλ.
1. επιστήμονας που ασχολείται με την ονοματολογία.
2. ονοματοθέτης
αρχ.
αυτός που αναγγέλλει τα ονόματα τών προσκεκλημένων σε μια εκδήλωση, ονομακλήτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -λόγος].