νοσίζω

English (LSJ)

make sick, Arist.Pr.859a15.

German (Pape)

krank machen, Arist. Probl. 1.3.

Russian (Dvoretsky)

νοσίζω: делать больным Arst.

Greek (Liddell-Scott)

νοσίζω: κάμνω τινὰ ἀσθενῆ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 3, 2· ἴδε ἐν λέξ. νοσάζω.

Greek Monolingual

νοσίζω (Α) νόσος
καθιστώ ασθενή κάποιον, προξενώ αρρώστια σε κάποιον.