νοσοκομία
English (LSJ)
ἡ, care of the sick, Arr.Epict.3.22.70 (pl.), Iamb.Protr.21.κβ' (pl.), Sch.S.Ph.39.
Greek Monolingual
η (ΑΜ νοσοκομία) νοσοκόμος
θεραπεία ασθενούς, νοσοκόμηση, νοσηλεία.
German (Pape)
ἡ, = νοσοκόμησις, Sp.
ἡ, care of the sick, Arr.Epict.3.22.70 (pl.), Iamb.Protr.21.κβ' (pl.), Sch.S.Ph.39.
η (ΑΜ νοσοκομία) νοσοκόμος
θεραπεία ασθενούς, νοσοκόμηση, νοσηλεία.
ἡ, = νοσοκόμησις, Sp.