νοσοτρόφος

Greek (Liddell-Scott)

νοσοτρόφος: ὁ, = νοσοκόμος, Λεξικ. Χειρόγρ. SGM. ἐν Cod. Paris. Reg. 345 fr. 125 ἐν λ. νοσοκόμος.

Greek Monolingual

νοσοτρόφος, ὁ (Α)
αυτός που περιποιείται ασθενή, νοσοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλοτρόφος].