νοσσεύω

English (LSJ)

νοσσιά, νοσσίον, νοσσίς, νοσσοποιέω, νοσσός, νοσσοτροφέω, v. νεοσσεύω.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. νενοσσευμένος;
1 faire éclore;
2 faire son nid, nicher.
Étymologie: νοσσός.

Greek (Liddell-Scott)

νοσσεύω: νοσσιά, νοσσίον, νοσσίς, νοσσός, ἴδε ἐν λέξ. νεοσσ-.

Greek Monolingual

νοσσεύω (ΑΜ)
βλ. νεοσσεύω.

Greek Monotonic

νοσσεύω: βλ. νεοσσεύω.

Middle Liddell

νοσσεύω, [v. νεοσσεύω.]

German (Pape)

νεοσσεύω, ausbrüten, nisten, νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ, Her. 1.159.