νοσσοποιέω
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
v. νεοσσοποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
νοσσοποιέω: συγκεκομ. ἀντὶ νεοσσοποιέω, Ἑβδομ. (Ἡσαΐ. ΙΓ΄, 22).
German (Pape)
zusammengezogen statt νεοσσοποιέω, nisten, brüten, LXX.