νουθετισμός

English (LSJ)

v. νουθετησμός.

Greek (Liddell-Scott)

νουθετισμός: ἴδε νουθέτησις.

Greek Monolingual

νουθετισμός, ὁ (Α) νουθετίζω
παραίνεση, νουθέτηση.

German (Pape)

ὁ (wie von νουθετίζω), = νουθεσία, Men. bei Poll. 9.139, der das Wort verwirft; Phot.; Lobeck zu Phryn. 511, EM. νουθετησμός.