νουθετίζω

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

(ΑΜ νουθετίζω)
νουθετώ, συμβουλεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουθετώ, κατά τα ρημ. σε -ίζω].