νουθετῶ

Mantoulidis Etymological

(=συμβουλεύω). Ἀπό τό νοῦς + τίθημι.
Παράγωγα: νουθέτημα, νουθέτησις, νουθετητέος, νουθετητέον, νουθετητής, νουθετητικός, ἀνουθέτητος, νουθεσία. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη νόος -νοῦς καί στό ρῆμα τίθημι.