ντουβάρι

Greek Monolingual

και ντοβάρι, το
1. κτιστό περίφραγμα χώρου, τοίχος
2. μτφ. άτομο που χαρακτηρίζεται από περιορισμένες δυνατότητες μάθησης, που έχει δυσκολίες στη μάθηση, βλάκας
3. φρ. «τά βρήκε ντουβάρι» — βρήκε μεγάλες δυσκολίες στο να πετύχει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. duvar].