νυκτήγρετον
English (LSJ)
τό, Oriental plant, said to be luminous at night, Plin.HN21.62.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
νυκτήγρετον, τὸ (Α)
μυθικό φυτό της Ανατολής για το οποίο έλεγαν ότι έλαμπε κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + θ. ηγρε- του ἐγείρω (πρβλ. νυκτηγρετώ) με έκταση εν συνθέσει].
German (Pape)
τό, eine Pflanze, Plin. H.N. 21.12, von deren Leuchten bei Nacht viel gefabelt wurde.